- κηρώματα
- κήρωμαwax-salveneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρωματικός — κηρωματικός, ὁ (Α) [κήρωμα] 1. αυτός που παρασκεύαζε κηρώματα, αλοιφή από κηρό 2. αυτός που γινόταν με κήρωμα 3. παλαιστής αλειμμένος με κήρωμα … Dictionary of Greek